- κύφωμα
- κῡφ-ωμα, ατος, τό,A hump on the back, Hp.Art.41 (sg. and pl.);
κυφώματα σπονδύλων Ruf.
ap. Orib.45.30.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυφώματα σπονδύλων Ruf.
ap. Orib.45.30.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύφωμα — hump on the back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύφωμα — το (AM κύφωμα) [κυφούμαι] το κύρτωμα τής σπονδυλικής στήλης, το καμπούριασμα, η καμπούρα («ὅταν οὖν ἐν τοῑς κατά τὸν θώρακα σφονδύλοις τὸ κύφωμα γένηται, μάλιστα τούτοις ἀναυξητέα ἀποτελεῑται κατὰ τὸ μῆκος», Γαλ.) μσν. καμπύλωμα … Dictionary of Greek
κυφώμασιν — κύφωμα hump on the back neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφώματα — κύφωμα hump on the back neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφώματι — κύφωμα hump on the back neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφώματος — κύφωμα hump on the back neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφομάνδρα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας σολανίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyphomandra < κύφωμα < κυφός + νεολατ. andra, θηλ. τού νεολατ. andrus < ανδρος < ἀνήρ] … Dictionary of Greek